βαλαντιοτόμος

βαλαντιοτόμος
βαλαντιοτόμος και -ατόμος και -ητόμος, -ον (Α)
αυτός που κόβει βαλάντια και κλέβει τα χρήματα από αυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαλαντιοτομώ — βαλαντιοτομῶ ( έω) (Α) [βαλαντιοτόμος] κόβω το βαλάντιο κάποιου και κλέβω τα χρήματα του …   Dictionary of Greek

  • ԳԱՆՁԱՀԱՏ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0529 Chronological Sequence: Early classical, 11c ա.գ. βαλαντιοτόμος, βαλαντιητόμος Sector crumenarum, saccularius Գող, որ հատանէ կամ կողոպտէ զգանձս, եւ զքսակս. (յն. քսակահատ. եան քէսիճի, քեսիճի, խըրսըզ. *Գերեզմանակրկիտք,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”